- ἀνοχλησία
- ἀνοχλ-ησία, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανοχλησία — ἀνοχλησία, η (Α) το να μην ενοχλείται κάποιος από κάτι, η αταραξία … Dictionary of Greek
ἀνοχλησίας — ἀνοχλησίᾱς , ἀνοχλησία fem acc pl ἀνοχλησίᾱς , ἀνοχλησία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)